αδιαπόρευτος
Смотреть что такое "αδιαπόρευτος" в других словарях:
αδιαπόρευτος — η, ο (Α ἀδιαπόρευτος, ον) [διαπορεύω] αδιαπέραστος, αδιάβατος … Dictionary of Greek
αδιαπόρευτος — η, ο αδιάβατος: Το μονοπάτι από δω και πέρα είναι αδιαπόρευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαπόρευτον — ἀδιαπόρευτος that cannot be traversed masc/fem acc sg ἀδιαπόρευτος that cannot be traversed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)